- περιπνευμονία
- η крупозное воспаление лёгких;
διπλή περιπνευμονία — двустороннее воспаление лёгких
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διπλή περιπνευμονία — двустороннее воспаление лёгких
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιπνευμονία — περιπνευμονίᾱ , περιπλευμονία inflammation of the lungs fem nom/voc/acc dual περιπνευμονίᾱ , περιπλευμονία inflammation of the lungs fem nom/voc sg (attic doric aeolic) περιπνευμονίᾱ , περιπνευμονία inflammation of the lungs fem nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπνευμονίᾳ — περιπνευμονίαι , περιπλευμονία inflammation of the lungs fem nom/voc pl περιπνευμονίᾱͅ , περιπλευμονία inflammation of the lungs fem dat sg (attic doric aeolic) περιπνευμονίᾱͅ , περιπνευμονία inflammation of the lungs fem dat sg (attic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπνευμονία — και περιπλευμονία και περιπλεμονία, η, ΝΑ / ιων. τ. περιπλευμονίη Α λοίμωξη τών πνευμόνων νεοελλ. 1. ιατρ. παλαιότερη ονομασία τής πνευμονίας 2. (κτην.) φλεγμονή τών πνευμόνων 3. φρ. α) «μολυσματική περιπνευμονία τών βοοειδών» (κτην.) φλεγμονή… … Dictionary of Greek
περιπνευμονία — η αρρώστια των πνευμόνων, πνευμονία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιπνευμονίας — περιπνευμονίᾱς , περιπλευμονία inflammation of the lungs fem acc pl περιπνευμονίᾱς , περιπλευμονία inflammation of the lungs fem gen sg (attic doric aeolic) περιπνευμονίᾱς , περιπνευμονία inflammation of the lungs fem acc pl περιπνευμονίᾱς ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπνευμονίαν — περιπνευμονίᾱν , περιπλευμονία inflammation of the lungs fem acc sg (attic doric aeolic) περιπνευμονίᾱν , περιπνευμονία inflammation of the lungs fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπνευμονικός — και περιπλευμονικός ή, όν, Α [περιπνευμονία / περιπλευμονία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιπνευμονία 2. αυτός που πάσχει από περιπνευμονία. επίρρ... περιπνευμονικῶς και περιπλευμονικῶς Α με περιπνευμονία … Dictionary of Greek
περιπνευμονίαι — περιπλευμονία inflammation of the lungs fem nom/voc pl περιπνευμονίᾱͅ , περιπλευμονία inflammation of the lungs fem dat sg (attic doric aeolic) περιπνευμονίᾱͅ , περιπνευμονία inflammation of the lungs fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιπνευμονιώ — και περιπλευμονιῶ, άω, Α πάσχω από περιπνευμονία. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιπνευμονία / περιπλευμονία + κατάλ. ιῶ (πρβλ. αρρωστ ιώ)] … Dictionary of Greek
επιζωοτία — Λοιμώδης ή παρασιτική ασθένεια που προσβάλλει τα ζώα. Στην περίπτωση που τα είδη των ζώων είναι πολλά, ονομάζεται πανζωοτία. Η νομοθεσία ορίζει την υποχρεωτική δήλωση των ύποπτων για ασθένεια ζώων που ο κάθε ιδιώτης έχει στην κατοχή του. Ο νόμος… … Dictionary of Greek
περιπλεμονία — η, Ν βλ. περιπνευμονία … Dictionary of Greek